Σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται έλεγχος καρκινικών δεικτών;
Οι εξετάσεις καρκινικών δεικτών γίνονται:
- Στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου σε άτομα που έχουν ισχυρό οικογενειακό ιστορικό συγκεκριμένου καρκίνου, αλλά δεν έχουν συμπτώματα
- Σε περιπτώσεις υποψίας καρκίνου, χωρίς να έχει υπάρξει ακόμη επίσημη διάγνωση
- Σε περιστατικά με διαγνωσμένο καρκίνο είτε για να μελετήσουμε τη συμπεριφορά και την επιθετικότητα του καρκίνου είτε μετά την έναρξη της θεραπείας για να γνωρίζουμε την εξέλιξη της νόσου
- Μετά το πέρας της θεραπείας στο πλαίσιο ελέγχου πιθανής υποτροπής
Πώς πρέπει να «διαβάσουμε» τα αποτελέσματα των εξετάσεων;
Ο έλεγχος καρκινικών δεικτών από μόνος του δεν αρκεί για τον έλεγχο ή τη διάγνωση του καρκίνου. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων καρκινικών δεικτών θα πρέπει να συνδυάζονται με:
- ενδελεχές ιατρικό ιστορικό
- κλινική εξέταση του ασθενούς
- άλλες εργαστηριακές εξετάσεις
- απεικονιστικές εξετάσεις
Εάν χρησιμοποιείται η εξέταση ενός καρκινικού δείκτη για την παρακολούθηση του τρόπου λειτουργίας της θεραπείας σας, τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας μπορεί να συγκριθούν με τα αποτελέσματα πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Εάν τα επίπεδα των δεικτών όγκου μειωθούν ή επανέλθουν στο φυσιολογικό, μπορεί να σημαίνει ότι η θεραπεία λειτουργεί, ειδικά εάν τα επίπεδα αυξήθηκαν πριν από τη θεραπεία.
Μια αύξηση στα επίπεδα των καρκινικών δεικτών μπορεί να σημαίνει ότι ο καρκίνος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία, αναπτύσσεται ή έχει επανέλθει (υποτροπιάσει). Μια μικρή αύξηση μπορεί να μην είναι σημαντική. Ο γιατρός εξετάζει τις τάσεις στην αύξηση με την πάροδο του χρόνου.
Η χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει προσωρινή αύξηση στα επίπεδα των τιμών των καρκινικών δεικτών. Αυτό συμβαίνει επειδή η χημειοθεραπεία προκαλεί τον γρήγορο θάνατο των καρκινικών κυττάρων και την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων του καρκινικού δείκτη.
Οι σπουδαιότεροι καρκινικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη είναι:
Ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA). Υπάρχει πάντα σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις στο αίμα ενηλίκων ανδρών. Αύξησή του μπορεί να σημαίνει την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη, αλλά υπάρχουν και άλλες καλοήθεις παθήσεις, όπως η καλοήθης υπερτροφία προστάτη και η προστατίτιδα που προκαλούν την αύξησή του. Το PSA χρησιμεύει κυρίως για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης του καρκίνου προστάτη στη θεραπεία, καθώς και για την έγκαιρη ανίχνευση υποτροπής.
Προστατική όξινη φωσφατάση (PAP). Παράγεται στον προστάτη και μικρές ποσότητές της ανιχνεύονται στο αίμα υγιών ανδρών. Εκτός από τον καρκίνο του προστάτη, αυξημένα επίπεδα PAP παρατηρούνται στο αίμα ασθενών με καρκίνο των όρχεων, με μη-Hodgkin λέμφωμα καθώς και σε άλλες μη νεοπλασματικές καταστάσεις.
CA 125. Η πλέον συχνή αιτία αυξήσεώς του είναι ο καρκίνος των ωοθηκών. Αύξησή του παρατηρείται επίσης σε πολλούς άλλους καρκίνους, όπως μήτρας, παγκρέατος, πνεύμονα και πεπτικού σωλήνα. Αυξημένες τιμές CA 125 παρατηρούνται επίσης σε μη νεοπλασματικές παθήσεις. Στην πράξη το CA 125 χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση της θεραπείας του καρκίνου των ωοθηκών.
Καρκινοεμβρυικό αντιγόνο (CEA). Μικρές ποσότητές του παρατηρούνται στο αίμα φυσιολογικών ατόμων. Η συχνότερη αιτία αύξησής του στο αίμα είναι ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού. Αύξησή του μπορεί όμως να παρατηρηθεί και σε άλλους καρκίνους.
Άλφα εμβρυική πρωτεΐνη (AFP). Φυσιολογικά ανευρίσκεται αυξημένη στο αίμα εγκύων, καθώς παράγεται από το έμβρυο. Δεν βρίσκεται στο αίμα φυσιολογικών ενηλίκων. Η παρουσία της στο αίμα ανδρών ή μη εγκύων γυναικών υποσημαίνει καρκίνο του ήπατος ή καρκίνο των ωοθηκών ή των όρχεων. Αύξησή της μπορεί να παρατηρηθεί και σε μη νεοπλασματικές καταστάσεις.
Χοριακή γοναδοτροπίνη (HCG). Παράγεται από τον πλακούντα και παρατηρείται φυσιολογικά στην εγκυμοσύνη. Όταν αποκλεισθεί η εγκυμοσύνη, η παρουσία χοριακής γοναδοτροπίνης υποδεικνύει καρκίνο όρχεων, ωοθηκών, στομάχου, παγκρέατος, πνευμόνων.
Καλσιτονίνη, η ορμόνη που παράγεται από τα κύτταρα C του θυρεοειδή αδένα. Η αύξησή της τιμής της στο αίμα χρησιμεύει στη διάγνωση του μυελοειδούς καρκινώματος του θυρεοειδή αδένα.
CA 19-9. Ο δείκτης αυτός σχετίζεται με τον καρκίνο παχέος εντέρου, στομάχου, χοληφόρων αγγείων. Αυξημένα επίπεδα μπορεί να υποδεικνύουν προχωρημένο καρκίνο παγκρέατος, αλλά μπορεί να παρατηρούνται και σε μη νεοπλασματικές παθήσεις, όπως η χολολιθίαση, η παγκρεατίτιδα, η κίρρωση του ήπατος και η χολοκυστίτιδα.
CA 15-3. Ο δείκτης αυτός είναι χρήσιμος για την αξιολόγηση της θεραπείας σε γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο του μαστού. Αυξημένα επίπεδά του σχετίζονται επίσης με καρκίνο ωοθηκών, πνεύμονα, προστάτη, καθώς και με μη νεοπλασματικές παθήσεις των ωοθηκών, με ενδομητρίωση, με ηπατίτιδα. Τα επίπεδα του μπορεί να είναι αυξημένα κατά την κύηση και τη γαλουχία.
CA 27-29. Ο δείκτης αυτός, όπως ο προηγούμενος, χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση της θεραπείας σε προχωρημένο καρκίνο μαστού. Αυξημένες τιμές του παρατηρούνται επίσης σε καρκίνο παχέος εντέρου, στομάχου, νεφρού, πνεύμονα, ωοθήκης, παγκρέατος, μήτρας, ήπατος. Μη νεοπλασματικές καταστάσεις που σχετίζονται με τον δείκτη αυτόν είναι η κύηση πρώτου τριμήνου, η ενδομητρίωση, οι κύστεις ωοθήκης, οι καλοήθεις παθήσεις μαστού, νεφρών, ήπατος.
Γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH). Μικρές ποσότητες της πρωτεΐνης αυτής βρίσκονται φυσιολογικά σε όλο το σώμα. Πολλοί καρκίνοι προκαλούν αύξηση της τιμής της και η μέτρησή της αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για την παρακολούθηση της πορείας τους. Μη νεοπλασματικές παθήσεις που μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της LDH περιλαμβάνουν την καρδιακή ανεπάρκεια, τον υποθυρεοειδισμό, την αναιμία, πνευμονοπάθειες και ηπατοπάθειες.
Μη ειδική νευρωνική ενολάση (NSE). Σχετίζεται με πολλούς καρκίνους, αλλά συνηθέστερα χρησιμοποιείται στην αξιολόγηση της πορείας του νευροβλαστώματος και του μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα